- ὁμέστιος
- ὁμέστιοςsharing the same hearthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομέστιος — ὁμέστιος και ὁμοέστιος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στην ίδια οικία, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έστιος (< ἑστία), πρβλ. εφ έστιος] … Dictionary of Greek
ὁμέστιον — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem acc sg ὁμέστιος sharing the same hearth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίοις — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίου — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίους — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίων — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμέστια — ὁμέστιος sharing the same hearth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμέστιοι — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek